σέσελις

σέσελις
σέσελις, εως, ,
A hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also [full] σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5;

σ. κρητικόν Dsc.3.54

; other kinds, σ. μασσαλιωτικόν Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σ. αἰθιοπικόν hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σ. ἐν Πελοποννήσῳ golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σ. Κύπριον,= κίκι, Id.4.161.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σέσελις — hartwort fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελις — ίλεως, ἡ, Α βλ. σέσελι …   Dictionary of Greek

  • σεσέλει — σέσελις hartwort fem nom/voc/acc dual (attic epic) σεσέλεϊ , σέσελις hartwort fem dat sg (epic) σέσελις hartwort fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσέλιος — σέσελις hartwort fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελι — σέσελις hartwort fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελιν — σέσελις hartwort fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… …   Dictionary of Greek

  • σεσέλεως — σεσέλεω̆ς , σέσελις hartwort fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”